Μακεδόνιος Β’ - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.

Ο Άγιος Μακεδόνιος, (ναός Τιμίου Σταυρού, Κυπερούντα, Κύπρος).
Ἐκστάς, Μακεδόνιε, τοῦ φθαρτοῦ θρόνου,
Ὑμνεῖς τὸ Θεῖον σὺν Σεραφὶμ καὶ θρόνοις.

Ο Μακεδόνιος ο Β’ διετέλεσε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως από το 496 ως το 511.
Υπηρέτησε προηγουμένως ως πρεσβύτερος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και σκευοφύλακας της Αγιά Σοφιάς. Η ανατροφή του έγινε με την επιμέλεια του θείου του Πατριάρχου Γενναδίου του Α’ (458-471), τον οποίο ο χρονογράφος Εφραίμιος αποκάλεσε τύπο ευσεβείας και κάθε καλού.
Ο Μακεδόνιος ο Β’ διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Ευφήμιο (489-496) από Σύνοδο που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία του αυτοκράτορα Αναστασίου. Μολονότι ο Ευφήμιος ήταν άνδρας που αγωνίσθηκε σθεναρά υπέρ της Ορθοδοξίας, είχε επισύρει εναντίον του άγρια και χωρίς έλεος τη δυσμένεια του αιρετικού αυτοκράτορα, εχθρού της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου στην Χαλκηδόνα. Ο Μακεδόνιος ο Β’ δεν εδίστασε να προσέλθει στον αυτοκράτορα και να ζητήσει από αυτόν την ασφάλεια της ζωής του Πατριάρχου Ευφημίου, κατά την εξορία του στα Ευχάϊτα μετά την καθαίρεση. Ο Αναστάσιος ο Δίκορος άκουσε με δυσαρέσκεια την παράκληση του Μακεδονίου. Έκρινε όμως καλό να την δεχτεί. Και ο Μακεδόνιος, του οποίου η αγαθή ψυχή συμμεριζόταν την θλίψη του προκατόχου του, έσπευσε αμέσως προς τον Ευφήμιο, τον αγκάλιασε αδελφικά, τον εφοδίασε δε και με χρήματα. Συμπεριφορά τόσο περισσότερο αξιέπαινη, διότι ο Μακεδόνιος ήταν φτωχός και τα χρήματα εκείνα τα είχε δανειστεί.
Η ανάρρηση του Αγίου Μακεδονίου του Β’ στο πατριαρχικό αξίωμα έγινε το 496. Διακρίθηκε για τον ανεπίληπτο χαρακτήρα του, τη σωφροσύνη και την άμεμπτη καθαρότητα του ιδιωτικού του βίου, αφού έζησε κατά τέτοιο τρόπο ώστε να είναι γενική η αναγνώριση της εγκράτειας και της αγιότητός του. Αλλά και ως προς το δογματικό μέρος επιτέλεσε το καθήκον του, μολονότι ο αυτοκράτορας Αναστάσιος πολλαπλώς τον πίεσε να φανεί ευνοϊκός προς τους εχθρούς της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ανώτερος όμως ο Μακεδόνιος από κάθε κοσμική επιρροή, εδήλωνε με παρρησία ότι και σεβόταν και αποδεχόταν το έργο της Συνόδου της Χαλκηδόνος, εξέφρασε δε την λύπη του για εκείνους τους Επισκόπους, οι οποίοι χαριζόμενοι στον αυτοκράτορα αποκήρυτταν τη Σύνοδο.
Ο αυτοκράτορας Αναστάσιος έφερε βαρύτατα την ανεξάρτητη και ιεροπρεπή αυτή διαγωγή του Μακεδονίου του Β’, για τον οποίο είχε ελπίσει ότι θα ήταν υποχείριό του, έχοντας υπόψιν την καθαίρεσή του και την εξορία του Ευφημίου. Δεν εφανέρωνε όμως την δυσαρέσκεια και την οργή του, καθώς εκείνη την περίοδο ήταν αναγκασμένος να μεριμνά για την εξασφάλιση του εαυτού του και της δυναστείας του από επίμονες στάσεις και κινδύνους. Η ανάγκη αυτή εξέλιπε από το έτος 507 και τότε ο αυτοκράτορας που εμπνεόταν από την αίρεση, αφού απέρριψε κάθε επιφύλαξη, διατύπωσε έντονα και πολύ απαιτητικά τις αξιώσεις του προς τον Πατριάρχη. Ο Πατριάρχης ωστόσο αντέδρασε. Από τότε τα ανάκτορα έγιναν συστηματικό χαλκείο των πλέον ευτελών αντιδράσεων κατά του Μακεδονίου του Β’. Ένας αυτοκράτορας βρίσκει πάντοτε όργανα των σκοπών του και των ορέξεών του, και τέτοιοι ασεβείς και ανόσιοι υπηρέτες παρείχαν καθημερινές ενοχλήσεις στον Μακεδόνιο. Πληρωμένοι άνθρωποι ενοχλούσαν τον Πατριάρχη καθ' οδόν. Ένας δε επιτέθηκε εναντίον του με μαχαίρι.
Ακόμη και κατά του αγνού και ακηλίδωτου βίου του Πατριάρχου εζήτησε ο αυτοκράτορας να κινήσει υποψίες. Διάφοροι συκοφάντες περιδιάβαιναν, πλάθοντας τις πλέον ψευδείς κατηγορίες εναντίον του αγίου εκείνου ανδρός.
Και άλλο επεισόδιο κατέστησε σφοδρότερη την ένταση μεταξύ του Πατριάρχου και του αυτοκράτορος. Εκείνη την εποχή είχε έλθει στην Κωνσταντινούπολη κάποιος Ξεναΐας, που παρουσιάσθηκε ως επίσκοπος της Ιεραπόλεως, και ήλθε με πρόσκληση αυτοκρατορική. Ο Ξεναΐας αυτός, Πέρσης στην καταγωγή αλλά και στο θρήσκευμα, είχε οικειοποιηθεί το σχήμα Χριστιανού ιερέως και έτσι περιδιάβαινε τις εκκλησίες της Αντιόχειας, διαδίδοντας αιρετικά φρονήματα και κηρύττοντας ότι καμία εικόνα του Χριστού και των Αγγέλων δεν έπρεπε να υπάρχει στους ιερούς ναούς. Ο Πατριάρχης Αντιοχείας Καλανδίων έδιωξε τον Ξεναΐα έξω από τα όρια της δικαιοδοσίας του. Ο Πέτρος όμως ο Κναφεύς εχειροτόνησε τον αβάπτιστο Πέρση Επίσκοπο Ιεραπόλεως και τον μετονόμασε Φιλόξενο. Και όταν έμαθε κατόπιν ότι ήταν αβάπτιστος ο Επίσκοπός του, θέλησε να το δικαιολογήσει δια της θεωρίας ότι η χειροτονία αναπληρώνει το βάπτισμα. Ο Φιλόξενος αυτός, ερχόμενος στην Κωνσταντινούπολη, υπήρξε ένα από τα κυριότερα όργανα των ενεργειών εναντίον του Αγίου Μακεδονίου και της Δ’ Οικουμενικής Συνόδου. Ο Πατριάρχης, γνωρίζοντας την φαυλότητα του ανθρώπου αυτού, αρνήθηκε να τον δεχθεί σε εκκλησιαστική σχέση. Το αίσθημα αυτό και την άποψη του πατριάρχου συμμερίζονταν και οι μοναχοί, ο κλήρος και ο λαός. Παραλίγο δε να εκραγεί στάση. Ο Αναστάσιος αντιλήφθηκε τον κίνδυνο και αναγκάσθηκε να απομακρύνει τον Φιλόξενο από την πρωτεύουσα.
Αλλά τα πράγματα δεν ησύχασαν. Η επιμονή του αυτοκράτορα και η τυφλότητα των συμβούλων του άναβαν καθημερινά και κορύφωναν τη διάσταση μεταξύ Πατριαρχείου και των Ανακτόρων. Ιδίως κατά το έτος 510 η αγανάκτηση του λαού και των μοναχών κατά του βασιλέως εκδηλώθηκε αποφασιστική και ασυγκράτητη. Άπειρα πλήθη ανδρών, γυναικών και παιδιών, υπό τις οδηγίες τολμηρότατων μοναχών, προέβησαν σε σφοδρή διαδήλωση υπέρ του Πατριάρχου. Περιερχόμενοι με έξαρση και αποφασιστικότητα την πόλη εφώναζαν: «Είναι η ώρα, Χριστιανοί, για μαρτύριο. Κανείς ας μην εγκαταλείψει τον Πατέρα». Και προχωρώντας παρακάτω κατήγγειλαν τους εχθρούς του Πατριάρχου, ονομάζοντάς τους αιρετικούς και ανάξιους να κυβερνούν. Οι προσωπικές σχέσεις του αυτοκράτορα και του Πατριάρχου από πολύ καιρό ευρίσκονταν στη μεγαλύτερή τους ένταση. Ούτε καν βλέπονταν. Και ο αυτοκράτορας ορκιζόταν ότι δεν θα ανεχόταν πλέον να τον δει στο πρόσωπο. Αλλά πριν τη λαοπλημμύρα εκείνη και την τόσο απειλητική εξέγερση προσήλθε σε συνεννόηση με τον Πατριάρχη. Μάταια όμως.
Όργανα της αυλής του αυτοκράτορα πήραν πρωτοβουλία να κινήσουν εναντίον του Πατριάρχου αισχρές κατηγορίες. Μάταια ο Μακεδόνιος διαμαρτυρήθηκε και εζήτησε να δικασθεί. Ο Αναστάσιος με στρατιωτική βία τον έδιωξε από το Πατριαρχείο νύχτα, και τον εξόρισε κατά το έτος 511 στη Χαλκηδόνα και από εκεί στα Ευχάϊτα, όπως και τον προκάτοχό του Ευφήμιο. Αλλά η εξορία δεν ήταν αρκετή, η δε εκδίωξη του Μακεδονίου από το θρόνο χωρίς καθαίρεση αποτελούσε σκάνδαλο εκκλησιαστικό, το οποίο έπρεπε να οικονομηθεί. Γι αυτό ο αυτοκράτορας, σε σύμπραξη με τον Τιμόθεο Α’, τον επονομαζόμενο Κήλωνα, που ήταν διάδοχος του Αγίου Μακεδονίου, συγκάλεσε Σύνοδο Επισκόπων που είχαν την ίδια αιρετική άποψη και η οποία Σύνοδος, δυστυχώς, καθαίρεσε τον Μακεδόνιο. Στα Ευχάϊτα ο Μακεδόνιος έμεινε μέχρι το έτος 515. Τότε οι Ούνοι έκαναν επιδρομές στην Γαλατία, τον Πόντο και την Καππαδοκία. Ο Μακεδόνιος αναγκάσθηκε γι αυτό να μεταβεί από τα Ευχάϊτα στη Γάγγρα, όπου και εκοιμήθηκε με ειρήνη περί το έτος 517.
Σύμφωνα με κάποια παράδοση, μετά την κοίμηση του Πατριάρχου ένας από τους υπηρέτες του τον είδε σε όνειρό του. Η εμφάνιση εθορύβησε τον υπηρέτη, όταν στα αυτιά του αντήχησαν οι εξής λόγοι εκ μέρους του Αγίου: «Πήγαινε στην Κωνσταντινούπολη και πες στον αυτοκράτορα ότι εγώ πηγαίνω προς τους Πατέρες μου, των οποίων την πίστη φύλαξα. Θα περιμένω να έλθει ενώπιον του Δεσπότου μου και να δικαστούμε από αυτόν».
Στα χρόνια της Πατριαρχίας του Αγίου Μακεδονίου άρχισε στην Κωνσταντινούπολη και η μεγαλοπρεπέστερη τέλεση της εορτής των κορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου.
Με αυτόν τον τρόπο ο Μακεδόνιος αναδείχθηκε αληθινός Επίσκοπος, υπέρμαχος της Ορθοδοξίας και της εκκλησιαστικής ελευθερίας ενάντια στις αυτοκρατορικές αυθαιρεσίες.
Ανακηρύχθηκε άγιος και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμά τη μνήμη του στις 25 Απριλίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου