Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός

Σφραγίδα του Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού. Ο Ρωμανός είναι στο κέντρο, μαζί με τον Κωνσταντίνο Ζ’ (αριστερά) 
και τον γιό του Στέφανο (δεξιά).
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός γεννήθηκε περίπου το 870 στο χωριό Λακαπή, κοντά στη Μελιτηνή. Ήταν αρμενικής καταγωγής, όπως πολλοί άλλοι στρατιώτες και αξιωματικοί που κατάγονταν από τη Μικρά Ασία την εποχή εκείνη. Γενάρχης της οικογένειας, η οποία έφερε το όνομά της από τον τόπο καταγωγής της, ήταν ο πατέρας του Ρωμανού, ο Θεοφύλακτος Aβεστάκτος. Σύμφωνα με τις πηγές του 10ου αιώνα (ίσως υπό την επιρροή του ίδιου του Ρωμανού Λεκαπηνού, ο οποίος ήταν τότε αυτοκράτορας), ο Θεοφύλακτος έσωσε σε μια μάχη τη ζωή του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’. Φαίνεται ότι ο πατέρας του Ρωμανού ανήκε στα ανώτερα στρώματα της βυζαντινής κοινωνίας και ότι δεν ήταν απλός χωρικός από την Αρμενία. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν νυμφευμένος με τη Θεοδώρα, με την οποία απέκτησε τέσσερις γιους, τον Χριστόφορο, τον Στέφανο, τον Κωνσταντίνο και τον Θεοφύλακτο, και μια κόρη, την Ελένη. Είχε και έναν νόθο γιο, με μια γυναίκα «σκυθικής» (σλαβικής;) καταγωγής, τον Βασίλειο, ο οποίος ήταν ευνούχος.
Ο Ρωμανός Λεκαπηνός ήταν ένα από τα παραδείγματα που επιβεβαίωναν ότι κάθε Βυζαντινός είχε τη δυνατότητα με τα έργα του και τις αρετές του να ανέλθει μέχρι τις ανώτερες βαθμίδες της βυζαντινής κοινωνίας. Ένας από τους καλύτερους τρόπους για επιτυχία ήταν μέσω της στρατιωτικής σταδιοδρομίας. Ο Ρωμανός Λεκαπηνός είχε διατελέσει στρατηγός του θέματος Σάμου προτού ανέλθει στο αξίωμα του δρουγγάριου του βυζαντινού στόλου, που ήταν και το αποκορύφωμα της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας. Μολονότι το αξίωμα αυτό δεν από τα ανώτερα στον βυζαντινό στρατό, αφού αυτά προορίζονταν την εποχή εκείνη για τους διοικητές των χερσαίων στρατευμάτων της Ανατολής, η διοίκηση του στόλου έδωσε τη δυνατότητα στον Ρωμανό Λεκαπηνό να διακριθεί και να διεισδύσει στα υψηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Μετά το θάνατο των αυτοκρατόρων Λέοντος ΣΤ’ (τον Μάιο του 912) και Αλεξάνδρου (τον Ιούνιο του 913) στο θρόνο έμεινε ο επτάχρονος γιος του Λέοντος, ο Κωνσταντίνος Ζ’ Πορφυρογέννητος. Την εποχή εκείνη το Βυζάντιο διεξήγε σχεδόν συνεχείς πολέμους με τον ηγεμόνα της Βουλγαρίας Συμεών, ο οποίος είχε βλέψεις και για το αυτοκρατορικό στέμμα. Μετά την αντιβασιλεία του πατριάρχη Νικολάου Α’ Μυστικού, η οποία ανετράπη λόγω των μεγάλων υποχωρήσεων που έκανε προς τον Συμεών, τη διοίκηση της Αυτοκρατορίας ανέλαβε η μητέρα του Κωνσταντίνου, η Ζωή Καρβωνοψίνα, η οποία αποφάσισε να νικήσει στο πεδίο της μάχης τον Βούλγαρο ηγεμόνα.
Διοικητής του βυζαντινού στρατού ήταν ο Λέων Φωκάς, δομέστικος των σχολών και ένας από τους επιφανέστερους και ισχυρότερους στρατηγούς (γιος του Νικηφόρου Φωκά του Παλαιού και θείος του μελλοντικού αυτοκράτορα Νικηφόρου Β’ Φωκά), ενώ του στόλου ηγείτο ο Ρωμανός Λεκαπηνός. Η μεγάλη ήττα που υπέστησαν τα βυζαντινά στρατεύματα στις 20 Αυγούστου του 917 στον ποταμό Αχελώο κοντά στην Αγχίαλο και η μετέπειτα προέλαση του Συμεών στη βόρεια Ελλάδα το 918 είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ανταγωνισμός για τον αυτοκρατορικό θρόνο μεταξύ των επιφανέστερων στρατηγών οι οποίοι διαισθάνθηκαν την αδυναμία της αυτοκράτειρας Ζωής. Χάρη στο στόλο, του οποίου ηγείτο, ο Ρωμανός Λεκαπηνός κατόρθωσε να προλάβει τους υπόλοιπους υποψηφίους, πρωτίστως τον Λέοντα Φωκά, ο οποίος ήταν ο σοβαρότερος αντίπαλός του. Έφθασε με το στόλο στην Κωνσταντινούπολη και άρχισε διαπραγματεύσεις με έναν από τους ισχυρότερους ανθρώπους μέσα από τα τείχη της πρωτεύουσας -τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό. Αφού συμφώνησε με τον πατριάρχη και με τον «παιδαγωγό» του νεαρού αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, ο Ρωμανός Λεκαπηνός μπήκε στο Μέγα Παλάτιο, όπου ορκίσθηκε πίστη στον ανήλικο αυτοκράτορα, τον οποίο νύμφευσε με την κόρη του Ελένη (τον Μάιο του 919). Έλαβε έτσι τον τίτλο του βασιλεοπάτορα.
Ως στενός συνεργάτης του πατριάρχη Νικολάου Μυστικού, ο Λεκαπηνός οργάνωσε το 920 σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη για να διευθετηθεί η ενδοεκκλησιαστική διαμάχη ανάμεσα στους οπαδούς του Νικολάου Μυστικού και του πρώην πατριάρχη Ευθυμίου. Ο Ευθύμιος είχε χειροτονηθεί πατριάρχης μετά την εκδίωξη του Μυστικού από τον πατριαρχικό θρόνο από τον Λέοντα ΣΤ’, με αφορμή τη σύγκρουση των δύο ανδρών σχετικά με το ζήτημα της τεταρτογαμίας του αυτοκράτορα. Όταν μετά το θάνατο του Λέοντος ΣΤ’ ο Νικόλαος Μυστικός επέστρεψε στον πατριαρχικό θρόνο, οι οπαδοί του Ευθυμίου αρνήθηκαν να τον αναγνωρίσουν. Επιπλέον η διαμάχη περί τεταρτογαμίας δεν είχε διευθετηθεί, επιτείνοντας την κρίση. Με τον Τόμο Ενώσεως που προέκυψε από τη Σύνοδο του 920 (9 Ιουλίου), ο Ρωμανός Λεκαπηνός καταδίκασε την τεταρτογαμία οριστικά και προβλήθηκε ως συμφιλιωτής της διηρημένης εκκλησίας που επαναφέρει την ειρήνη, όπως τόνιζε συχνά ο πατριάρχης Νικόλαος Μυστικός.
Μέσα στους επόμενους μήνες η άνοδος του Ρωμανού στον αυτοκρατορικό θρόνο ενισχύθηκε με τον τίτλο του καίσαρα και επισημοποιήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου του 920, όταν ο Κωνσταντίνος Ζ’ έστεψε τον πεθερό του συν-αυτοκράτορα, παραχωρώντας του ουσιαστικά τη θέση του αυτοκράτορα.
Αναλαμβάνοντας το θρόνο, ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εξωτερικούς κινδύνους που απειλούσαν την Αυτοκρατορία σε δύο μέτωπα: τον Συμεών που κυριαρχούσε στα Βαλκάνια και τους Άραβες που απειλούσαν τα βυζαντινά εδάφη στη Μικρά Ασία.
Ο Συμεών απαιτούσε την υλοποίηση της συμφωνίας την οποία πέτυχε με τον πατριάρχη Νικόλαο Μυστικό, σύμφωνα με την οποία η κόρη του Συμεών επρόκειτο να παντρευτεί τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο. Ο Ρωμανός, με τη βοήθεια του Νικολάου Μυστικού, επιχείρησε να έρθει σε κάποια συνεννόηση με τον Συμεών, με τον οποίο μάλιστα συναντήθηκε κοντά στα τείχη της Κωνσταντινουπόλεως το 923/924, όμως ο κίνδυνος εξουδετερώθηκε ουσιαστικά μόνο μετά το θάνατο του Βούλγαρου ηγεμόνα το 927. Ο γιος του Συμεών Πέτρος ήταν πολύ πιο πρόθυμος να κλείσει ειρήνη, πρόθεση που το Βυζάντιο συμμεριζόταν απόλυτα. Συνάφθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ των δύο χωρών και η εγγονή του Ρωμανού Λεκαπηνού και κόρη του γιου του Χριστόφορου, η Μαρία, παντρεύτηκε τον Βούλγαρο τσάρο. Το γάμο κοντά στην βυζαντινή πρωτεύουσα τέλεσε ο πατριάρχης Στέφανος Β’, ενώ προς τιμήν της ειρήνης που επιτεύχθηκε η εγγονή του Ρωμανού μετονομάσθηκε Ειρήνη.
Οι μάχες στην Ανατολή εναντίον των Αράβων την εποχή του Ρωμανού Λεκαπηνού υπήρξαν πολύ επιτυχείς, χάρη, πρωτίστως, στον διοικητή του στρατού Ιωάννη Κουρκούα, με τον οποίο ο Ρωμανός Α’ σύναψε συγγενικούς δεσμούς και τον οποίο διόρισε το 923 δομέστικο των σχολών. Μια από τις μεγαλύτερες συμβολικές επιτυχίες εναντίον των Αράβων ήταν η μεταφορά του Ιερού Μανδηλίου, της πιο γνωστής αχειροποίητης εικόνας του Χριστού, από την Έδεσσα στην Κωνσταντινούπολη το 944.
Αν και ανέλαβε το θρόνο με την υποχρέωση να διαφυλάξει τα δικαιώματα στο θρόνο του νεαρού Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου ώστε να μην διαταραχθεί η νομιμότητα της Μακεδονικής δυναστείας, ο Ρωμανός Λεκαπηνός έσπευσε, λίγο καιρό μετά την ανάληψη της εξουσίας, να στέψει συν-αυτοκράτορες τους γιους του Χριστόφορο, Στέφανο και Κωνσταντίνο. Μάλιστα ο Χριστόφορος στέφθηκε πρώτος συν-αυτοκράτορας, με αποτέλεσμα ο Κωνσταντίνος Ζ’ να περιοριστεί στην τρίτη θέση της ιεραρχίας: μετά τον Ρωμανό Α’ και τον Χριστόφορο. Τον τέταρτο γιο του, τον Θεοφύλακτο, ο Ρωμανός κατάφερε (ενδεχομένως και με τη συνδρομή του επισκόπου Καισαρείας Αρέθα) να τον χειροτονήσει πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στις 2 Φεβρουαρίου 933, σε ηλικία μόλις 16 ετών. Έχοντας εδραιώσει έτσι την εξουσία του, με όλα τα ανώτερα αξιώματα στα χέρια της οικογένειάς του, ο Ρωμανός Α’ επιδίωκε στην πραγματικότητα να παραγκωνίσει αθόρυβα τον Κωνσταντίνο Ζ’ και να ιδρύσει ο ίδιος τη δική του δυναστεία. Ωστόσο μετά το θάνατο του μεγαλύτερου και αγαπημένου του γιου Χριστόφορου το 931, και δυσαρεστημένος από τη συμπεριφορά των άλλων δύο εστεμμένων του γιων, του Στέφανου και του Κωνσταντίνου, ο Ρωμανός δεν επιχείρησε να προαγάγει στη θέση του πρώτου συν-αυτοκράτορα (και επίδοξου διαδόχου) κανέναν από τους δύο.
Εκτός αυτού ο Ρωμανός Α’ ίδρυσε τη μονή του Μυρελαίου, της οποίας το καθολικό (σημ. Μποντρούμ Τζαμί) προοριζόταν για ταφικός ναός της οικογένειάς του (κατά το Συνεχιστή του Θεοφάνη, μάλιστα, ο Ρωμανός μετέτρεψε το ανάκτορό του σε μονή). Ο ναός, ένας από τους πρώτους στον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου τετρακιόνιου, του αρχιτεκτονικού δηλαδή τύπου που έμελλε να διαδοθεί εξαιρετικά στους κατοπινούς αιώνες, εφαπτόταν με το συγκρότημα του παλατιού του Ρωμανού. Πιθανότατα είχε αποπερατωθεί μέχρι το 922, οπότε τάφηκε εκεί η γυναίκα του Ρωμανού, η Θεοδώρα. Το 931 τάφηκε ο πρωτότοκος γιος του Ρωμανού, ο Χριστόφορος, το 946 ο άλλος γιος του, ο Κωνσταντίνος, και νωρίτερα η σύζυγός του, ενώ το 948 στην κρύπτη μεταφέρθηκαν και τα λείψανα του Ρωμανού. Το τελευταίο μέλος της οικογένειας των Λακαπηνών που τάφηκε στην εκκλησία του Μυρελαίου ήταν η κόρη του Ρωμανού Λεκαπηνού, χήρα του Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου και μητέρα του Ρωμανού Β’, Ελένη.
Πέρα από τα δυναστικά προβλήματα, ο Ρωμανός Α’ έπρεπε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μικρογαιοκτητών, οι οποίοι φτώχαιναν όλο και περισσότερο και ήταν αναγκασμένοι να πωλούν τη γη τους στους «δυνατούς» σε χαμηλότερη τιμή από την πραγματική. Για να προστατεύσει τους μικρογαιοκτήμονες -στους οποίους στηριζόταν η φορολογία του κράτους- ο Ρωμανός Α’ εξέδωσε δύο Νεαρές το 928 και το 934, παραχωρώντας το δικαίωμα της «προτίμησης», δηλαδή της προτεραιότητας στην αγορά ενός εκποιούμενου τεμαχίου γης σε πέντε κατηγορίες αγοραστών σχετικές με τον ιδιοκτήτη (συνιδιοκτήτες και γείτονες), ώστε να περιορίζεται η δυνατότητα των μεγαλογαιοκτημόνων να αγοράσουν κτήματα φτωχών. Η δεύτερη Νεαρά, του 934, εκδόθηκε ύστερα από μια περίοδο μεγάλης ένδειας την οποία είχαν εκμεταλλευτεί οι «δυνατοί» για να αγοράσουν σε πολύ χαμηλές τιμές τη γη μικρογαιοκτημόνων. Σε αυτήν προβλεπόταν η δυνατότητα των μικρογαιοκτημόνων να ξαναγοράσουν, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της «προτίμησης», τα κτήματά τους σε πολύ χαμηλή τιμή. Ο αγώνας της κεντρικής εξουσίας να περιορίσει τη συσσώρευση γης στα χέρια ισχυρών οικογενειών που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συγκρουσθούν με την αυτοκρατορική αρχή συνεχίσθηκε και στις δεκαετίες μετά το θάνατο του Ρωμανού.
Οι προσπάθειες του Ρωμανού Α’ να εδραιώσει μια δική του δυναστεία υπονομεύτηκαν από τους ίδιους του τους γιους, τον Στέφανο και τον Κωνσταντίνο. Στις 20 Δεκεμβρίου 944 οι δύο συν-αυτοκράτορες, φοβούμενοι ότι ο πατέρας τους θα αφήσει την προτεραιότητα στη διαδοχή στον Κωνσταντίνο Ζ’ Πορφυρογέννητο αντί στους ίδιους, συνέλαβαν τον Ρωμανό Α’ και τον εξόρισαν στο νησί Πρώτη. Μόλις ένα μήνα αργότερα, στις 27 Ιανουαρίου 945, ο Κωνσταντίνος Ζ’ κατόρθωσε να εξουδετερώσει τους δύο αδελφούς που είχαν χάσει το έρεισμά τους στην εξουσία με το σφετερισμό που επιχείρησαν, στέλνοντάς τους στην εξορία όπου και πέθαναν. Με τον τρόπο αυτό παραμερίστηκε η οικογένεια των Λεκαπηνών από τον αυτοκρατορικό θρόνο, αν και, στο πρόσωπο του Ρωμανού Β’, γιου του Κωνσταντίνου Ζ’ και της κόρης του Ρωμανού Α’ Ελένης, η Μακεδονική Δυναστεία ενώθηκε με τη γενιά των Λεκαπηνών.
Ο ίδιος ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός πέθανε ως μοναχός, εξόριστος, στις 15 Ιουνίου 948. Τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στο εκκλησιαστικό του καθίδρυμα, στην εκκλησία του Μυρελαίου.

(Σημ.: Η δυναστεία των Λεκαπηνών, ήταν αυτοκρατορική βυζαντινή οικογένεια (920-945). Ιδρυτής και γενάρχης της ήταν ο αυτοκράτορας Ρωμανός Α’ ο Λεκαπηνός, στρατιωτικός αρμενικής καταγωγής, από τη Λακάπη, κοντά στη Μελιτηνή (σημ. Μαλάτεια της Τουρκίας).

Αναρρηθέντες αυτοκράτορες:
Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός (920-944)
Χριστόφορος Λεκαπηνός (921-931)
Στέφανος Λεκαπηνός (928-945)
Κωνσταντίνος Λεκαπηνός (928-945)

Κατά τους περισσότερους ιστορικούς του Βυζαντινού κράτους, ο Ρωμανός Λεκαπηνός και οι γιοί του δεν θεωρούνται ξεχωριστή δυναστεία (επειδή συμβασίλευσαν καθ' όλη τη διάρκεια με τον Κωνσταντίνο Ζ’, και κανένα άλλο μέλος των Λεκαπηνών δεν ανήλθε αργότερα στο θρόνο) και γι' αυτό συμπεριλαμβάνονται στη Μακεδονική Δυναστεία).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου