Βασιλίσκος

Χρυσός σόλλιδος του αυτοκράτορα Βασιλίσκου.
Ο Βασιλίσκος ήταν Βυζαντινός αυτοκράτορας από το 475 μέχρι το 476. Μέλος της οικογένειας του Λέοντος Α’, ανέλαβε την εξουσία όταν ο αυτοκράτορας Ζήνων αναγκάστηκε να φύγει από την Κωνσταντινούπολη, μετά από εξέγερση.
Ο Βασιλίσκος ήταν αδερφός της αυτοκράτειρας Βηρίνας, η οποία παντρεύτηκε τον Λέοντα Α’. Οι σχέσεις του με τον αυτοκράτορα του επέτρεψαν να αρχίσει στρατιωτική καριέρα, η οποία τελείωσε το 468, μετά την ήττα των Βυζαντινών στην καταστροφική γι αυτούς εκστρατεία κατά των Βανδάλων στην Αφρική.
Ο Βασιλίσκος ανέλαβε την εξουσία το 475, όταν ο Ζήνων αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια του μικρού χρονικού διαστήματος της εξουσίας του, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη της Εκκλησίας και του λαού, αφού προώθησε τον μονοφυσιτισμό. Όταν ο Ζήνων επιχείρησε να επιστρέψει στο θρόνο, δεν συνάντησε αντίσταση και μπήκε ως θριαμβευτής στην Κωνσταντινούπολη, αιχμαλωτίζοντας τον Βασιλίσκο και την οικογένειά του και στέλνοντας τους στην Καππαδοκία, όπου και πέθαναν.
Οι διαμάχες μεταξύ του Βασιλίσκου και του Ζήνωνα δεν επέτρεψαν στην Ανατολική Αυτοκρατορία να σώσει τη Δυτική από την τελική κατάλυση, η οποία συνέβη τον Σεπτέμβριο του 476. Τότε ο αρχηγός των Ερούλων του ρωμαϊκού στρατού, Οδόακρος, κατέβασε από τον θρόνο τον Ρωμύλο Αυγουστύλο, τελευταίο αυτοκράτορα της Δύσης. Ο Ζήνων κράτησε το αξίωμα για τον εαυτό του και έδωσε στον Οδόακρο τον τίτλο του δούκα της Ιταλίας, και χάρη σε αυτό το γεγονός καταστράφηκε τελείως η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.
Με βαλκανική καταγωγή, ο Βασιλίσκος ήταν αδερφός της Βηρίνας, συζύγου του Λέοντα Α'. Κατά μία εκδοχή ήταν θείος του Οδόακρου. Κύρια πηγή για αυτή τη θεωρία αποτελεί απόσπασμα από κείμενο του Ιωάννη της Αντιοχείας (209.1), ο οποίος κατέγραψε πως ο Οδόακρος και ο Αρμάτιος, ανιψιός του Βασιλίσκου, ήταν αδέλφια. Ωστόσο, αυτή η εκδοχή δεν είναι αποδεκτή. Είναι γνωστό πως ήταν σύζυγος της Ζηνωνίδας και είχε ένα γιο, τον Μάρκο.
Η στρατιωτική καριέρα του Βασιλίσκου άρχισε την εποχή του Λέοντα Α’. Ο αυτοκράτορας τον τιτλοφόρησε δούκα της Θράκης. Το 463, νίκησε τους Βούλγαρους, το 464 έγινε μάγιστρος του στρατού της Θράκης, ενώ το 466 (ή το 467) σημείωσε επιτυχίες κατά των Γότθων και τους Ούννων.
Χάρη στην υποστήριξη της αδερφής του, ο Βασιλίσκος έλαβε τον τίτλο του πατρικίου, το 465. Ωστόσο, η άνοδος του διακόπηκε εξαιτίας μιας σοβαρής αποτυχίας κατά των Βανδάλων.
Το 468, ο Λέων επέλεξε τον Βασιλίσκο για αρχηγό της εκστρατείας κατά της Καρχηδόνας. Η εισβολή στο βασίλειο των Βάνδαλων ήταν μια από τις μεγαλύτερες εκστρατείες που καταγράφηκαν στα χρονικά της ιστορίας, μια συνδυασμένη αμφίβια επιχείρηση με 10.000 πλοία και 100.000 στρατιώτες. Σκοπός της επιχείρησης ήταν να τιμωρηθεί ο βασιλιάς των Βανδάλων, Γιζέριχος, για τη λεηλασία της Ρώμης το 455, κατά τη διάρκεια της οποίας αιχμαλωτίστηκε η αυτοκράτειρα Λικινία Ευδοξία (χήρα του Αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Γ’) και οι κόρες της.
Το σχέδιο είχε καταρτιστεί σε συνεννόηση μεταξύ των αυτοκρατόρων Λέοντα της Ανατολής, Ανθέμιου της Δύσης και του στρατηγού Μαρκελλίνου, ο οποίος απολάμβανε ανεξαρτησίας στο Ιλλυρικό. Ο Βασιλίσκος έλαβε διαταγή να πλεύσει κατευθείαν στην Καρχηδόνα, ενώ ο Μαρκελλίνος καταλάμβανε τη Σαρδηνία και μια τρίτη στρατιά, υπό τη διοίκηση του Ηράκλειου, αποβιβαζόταν στην ακτή της Καρχηδόνας. Αυτές οι τρεις στρατιές συναντήθηκαν στη Σικελία.
Οι βυζαντινές πηγές και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί καταγράφουν διαφορετικούς αριθμούς για τη δύναμη του εκστρατευτικού σώματος του Βασιλίσκου, καθώς και διαφορετικές πληροφορίες για την εκστρατεία. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς καταγράφει πως συμμετείχαν 100.000 πλοία, ο (πιο αξιόπιστος) Κεδρηνός καταγράφει πως στην Καρχηδόνα έπλευσαν 1.113 πλοία, με 100 άνδρες στο καθένα. Θεωρείται πως, με τον πιο συντηρητικό υπολογισμό, τα έξοδα για την αποστολή έφθασαν τις 64.000 λίβρες χρυσού, ποσό που ξεπερνούσε τα κρατικά έσοδα μιας ολόκληρης χρονιάς.
Η Σαρδηνία και η Λιβύη κατελήφθησαν από τον Μαρκελλίνο και τον Ηράκλειο, ενώ ο Βασιλίσκος κατάλαβε το Ακρωτήριο Μερκούριον (σημ. Καπ Μπόν), απέναντι από τη Σικελία, 40 μίλια από την Καρχηδόνα. Ο βασιλιάς των Βάνδαλων ζήτησε 5 μέρες για να σκεφθεί τους όρους της ειρήνης. Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, ο βασιλιάς των Βανδάλων συγκέντρωσε τον στόλο του και επιτέθηκε αιφνιδιαστικά τη νύχτα στον ανύποπτο ρωμαϊκό στόλο, στέλνοντας πάνω του πλοία γεμισμένα με εύφλεκτες ύλες (πυρπολικά). Οι Βυζαντινοί διοικητές προσπάθησαν να σώσουν κάποια πλοία από την καταστροφή, αλλά οι Βάνδαλοι απέτρεψαν τη διαφυγή τους.
Ο Βασιλίσκος τράπηκε σε φυγή. Ο μισός ρωμαϊκός στόλος καταστράφηκε ενώ ο υπόλοιπος στόλος ακολούθησε τον Βασιλίσκο. Η επιχείρηση απέτυχε παταγωδώς. Ο Ηράκλειος υποχώρησε στην Τριπολίτιδα, ενώ ο Μαρκελλίνος έφθασε στη Σικελία, όπου συνάντησε τον Βασιλίσκο. Ωστόσο, ο στρατηγός δολοφονήθηκε, ίσως από πρωτοβουλία του πατρικίου Ριχομέρη ή των διοικητών του.
Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, ο Βασιλίσκος κατέφυγε στην Αγιά Σοφιά για να γλιτώσει την οργή του αυτοκράτορα. Όμως η Βηρίνα μεσολάβησε ώστε ο Βασιλίσκος να λάβει αυτοκρατορική χάρη και έτσι εξορίστηκε στην Ηράκλεια Σιντική της Θράκης.
Το 471 και το 472, ο Βασιλίσκος βοήθησε τον Λέοντα Α' να απαλλαγεί από την επίδραση των Γερμανών στην αυλή του, βοηθώντας στη δολοφονία του Φλάβιου Άσπαρ. Ο θάνατος του Άσπαρ προκάλεσε εξέγερση στη Θράκη, από τους Οστρογότθους του Θεοδώριχου Στράβωνα, και ο Βασιλίσκος στάλθηκε για να καταστείλει την εξέγερση, κάτι που διεκπεραίωσε με επιτυχία, χάρη στη βοήθεια του ανιψιού του, Αρμάτιου. Το 474 έλαβε τον βαθμό του πρώτου μεταξύ των συγκλητικών.
Με τον θάνατο του Λέοντα, ο Ζήνων, «βάρβαρος» Ίσαυρος και γαμπρός του Λέοντα, έγινε αυτοκράτορας, μετά τη μικρή χρονική περίοδο εξουσίας του Λέοντα Β’ (474). Η βαρβαρική καταγωγή του Ζήνωνα δεν άρεσε στους πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, οι ισχυρές γοτθικές δυνάμεις, με αρχηγό τον Στράβωνα, αντιπαθούσαν τους Ισαύρους που έφερε ο Λέων Α’ για να μειώσει την εξάρτηση του από τους Οστρογότθους. Τελικά, ο Ζήνων προδόθηκε από τον, επίσης Ίσαυρο, στρατηγό Ιλλού, ο οποίος δωροδοκήθηκε από τον Βασιλίσκο. Πίσω από αυτή την επιχείρηση ήταν η Βηρίνα, η οποία οργάνωσε εξέγερση κατά του Αυτοκράτορα. Η εξέγερση, υπό την ηγεσία του Θεοδώριχου Στράβωνα, του Ιλλού και του Αρμάτιου, ήταν επιτυχής, και η Βηρίνα ανάγκασε τον αυτοκράτορα να φύγει από την πόλη. Ο Ζήνων, με κάποιους διοικητές του, μετέφεραν λίγους από τους αυτοκρατορικούς θησαυρούς στην πατρίδα τους. Στις 9 Ιανουαρίου 475, ο Βασιλίσκος έλαβε τον τίτλο του αυγούστου στον ανάκτορο Έβδομον, με τους υπουργούς του και τη Σύγκλητο. Οι εχθροί του Ζήνωνα εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση και σκότωσαν αρκετούς Ισαύρους της πόλης.
Στην αρχή, όλα πήγαιναν καλά για τον νέο Αυτοκράτορα, ο οποίος προσπάθησε να δημιουργήσει νέα δυναστεία δίνοντας τον τίτλο της αυγούστας στη σύζυγό του και του καίσαρα στον γιό του (και μετέπειτα του αυγούστου) ωστόσο, εξαιτίας των σφαλμάτων του, έχασε πολλούς από τους υποστηρικτές του.
Το πιο επείγον πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπίσει ο νέος αυτοκράτορας ήταν η έλλειψη πόρων στο αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Ο Βασιλίσκος, για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, αύξησε τη φορολογία προκαλώντας ταραχές στην Κωνσταντινούπολη. Επίσης απέσπασε χρήματα από την Εκκλησία.
Στις αρχές της βασιλείας του, ξέσπασε πυρκαγιά στην Κωνσταντινούπολη, η οποία κατέστρεψε σπίτια, εκκλησίες και αποτέφρωσε εντελώς τη βιβλιοθήκη που είχε χτίσει ο αυτοκράτορας Ιουλιανός. Η πυρκαγιά θεωρήθηκε ως κακός οιωνός για τη βασιλεία του Βασιλίσκου.
Ο Βασιλίσκος βασίζονταν σε σημαντικά πρόσωπα της αυτοκρατορικής αυλής, καθώς πίστευε πως αυτά θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν να μείνει στην εξουσία. Ωστόσο, γρήγορα έχασε τους πιο πολλούς από αυτούς. Πρώτα, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη της Βηρίνας, αφού εκτέλεσε τον μάγιστρο Πατρίκιο. Ο Πατρίκιος ήταν ο εραστής της Βηρίνας, η οποία σχεδίαζε να τον ανεβάσει στο αυτοκρατορικό αξίωμα και να τον παντρευτεί - η επανάσταση κατά του Ζήνωνα είχε ως στόχο να κάνει τον Πατρίκιο και όχι τον Βασιλίσκο αυτοκράτορα, αλλά η Σύγκλητος διάλεξε τον Βασιλίσκο για την ηγεσία της Αυτοκρατορίας. Αργότερα, ο Βασιλίσκος διέταξε τον θάνατο του Πατρίκιου, και η πράξη αυτή είχε ως συνέπεια να στραφεί η Βηρίνα εναντίον του Βασιλίσκου.
Επίσης, ο Βασιλίσκος έχασε την υποστήριξη του Θεοδώριχου Στράβωνα, ο οποίος, λόγω του μίσους του για τους Ισαύρους, είχε υποστηρίξει τον Βασιλίσκο στην εξέγερση κατά του Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος έχασε και την υποστήριξη του Αρμάτιου, ο οποίος θεωρείται εραστής της συζύγου του Βασιλίσκου. Επίσης ήταν αβέβαιη η υποστήριξη του Ιλλού, λόγω της σφαγής των συμπατριωτών του στρατιωτών Ισαύρων, την οποία επέτρεψε ο Βασιλίσκος.
Εκείνη την εποχή, υπήρχαν διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του Μονοφυσιτισμού και του Χαλκηδονικού Χριστιανισμού - ο Μονοφυσιτισμός υποστήριζε ότι ο Χριστός είχε μόνο μία φύση (συγκερασμό της θεϊκής με την ανθρώπινη), ενώ οι Χαλκηδόνιοι (σημ. Ορθόδοξοι) πίστευαν πώς κατείχε και τις δύο φύσεις. Η Σύνοδος της Χαλκηδόνας, η οποία διεξήχθη μετά από προτροπή του Αυτοκράτορα Μαρκιανού, το 451, καταδίκασε τον Μονοφυσιτισμό και οι πατριάρχες Τιμόθεος Β’ της Αλεξανδρείας και Πέτρος Β’ της Αντιοχείας καθαιρέθηκαν.
Από την αρχή της εξουσίας του, ο Βασιλίσκος ήταν υποστηρικτής του Μονοφυσιτισμού. Ο Ζαχαρίας Σχολαστικός καταγράφει πως μια ομάδα από Αιγύπτιους μοναχούς, πιστούς στον Μονοφυσιτισμό, έφθασαν στην Κωνσταντινούπολη, μετά τον θάνατο του Λέοντα Α’. Ο μάγιστρος Θεόκτιστος, γιατρός του Βασιλίσκου βοήθησε ώστε οι Αιγύπτιοι μοναχοί να γίνουν δεκτοί από τον Βασιλίσκο και τον έπεισαν να διατάξει την επιστροφή των εξορισμένων Μονοφυσιτών πατριαρχών.
Ο Βασιλίσκος επέστρεψε στους εξορισμένους Τιμόθεο της Αλεξανδρείας (γνωστό και ως Τιμόθεο Αίλουρο) και Πέτρο της Αντιοχείας (γνωστό και ως Πέτρο Γναφέα) τις έδρες τους, και έστειλε επιστολή στους επισκόπους (γνωστή ως Εγκύκλιο) πιέζοντάς τους να θεωρήσουν έγκυρες τις πρώτες τρεις Οικουμενικές Συνόδους και άκυρη τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας. Όλοι οι επίσκοποι υπέγραψαν το έγγραφο, εκτός από τον πατριάρχη Ακάκιο, που φανέρωσε έτσι καθαρά την εχθρότητα της Κωνσταντινούπολης προς τον Βασιλίσκο. Αργότερα ο Βασιλίσκος, βλέποντας την αντίδραση του Ακακίου και μη έχοντας διαθέσιμο στρατό, αναίρεσε την προηγούμενη εγκύκλιο εκδίδοντας την Αντεγκύκλιο.
Λίγο μετά την ανάρρησή του, ο Βασιλίσκος κατάφερε να κάνει τον Ιλλού και τον αδερφό του, Τροκούνδο, εχθρούς του Ζήνωνα, ο οποίος είχε επανέλθει στην προηγούμενη ιδιότητά του ως Ίσαυρος φύλαρχος. Ο Βασιλίσκος, ωστόσο, δεν τήρησε τις υποσχέσεις που έδωσε στους δύο στρατηγούς. Επιπλέον, αυτοί είχαν λάβει επιστολές από τους βασικούς υπουργούς στην αυτοκρατορική αυλή, οι οποίοι τους ζητούσαν να εξασφαλίσουν την επιστροφή του Ζήνωνα γιατί τώρα η πόλη προτιμούσε έναν Ίσαυρο από έναν αυτοκράτορα που η αντιδημοτικότητά του αυξανόταν λόγω της αρπακτικότητας των οικονομικών του επιτελών.
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του στην Ισαυρία, ο Ιλλούς φυλάκισε τον αδερφό του Ζήνωνα, Λογγίνο. Το καλοκαίρι του 476, ο Ιλλούς και ο Ζήνωνας επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Όταν ο Βασιλίσκος έμαθε το νέο, αναίρεσε την Εγκύκλιο και προσπάθησε να συμφιλιωθεί με τον πατριάρχη και τον λαό αλλά ήταν πια αργά.
Ο Αρμάτιος στάλθηκε στη Μικρά Ασία για να σταματήσει τον Ζήνωνα, αλλά ο τελευταίος του υποσχέθηκε τον τίτλο του μάγιστρου στον στρατό και τον τίτλο του καίσαρα για τον γιο του. Η προδοσία του Αρμάτιου καθόρισε την τύχη του Βασιλίσκου.
Τον Αύγουστο του 476, ο Ζήνων πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη. Η Σύγκλητος άνοιξε της πύλες της πόλης στον Ζήνωνα. Ο Βασιλίσκος ζήτησε άσυλο σε εκκλησία, αλλά προδόθηκε από τον Ακάκιο. Τότε παραδόθηκε με την οικογένειά του, καθώς ο Ζήνων υποσχέθηκε να μην χύσει αίμα. Όταν όμως ο Βασιλίσκος και η οικογένεια του οδηγήθηκαν σε φρούριο της Καππαδοκίας, ο Ζήνων έδωσε εντολή να τους αφήσουν χωρίς νερό, για να πεθάνουν από δίψα.
Ο Βασιλίσκος βασίλεψε για 20 μήνες. Οι πηγές τον περιγράφουν ως επιτυχημένο στρατηγό, αλλά αργής αντίληψης και ευαπάτητο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου