Πρόκλος - Πατριάρχης Νέας Ρώμης / Κωνσταντινουπόλεως.


Ο Άγιος Πρόκλος υπήρξε άξιος αλλά και ο επιφανέστερος μαθητής του μεγάλου διδασκάλου της Εκκλησίας μας, Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
Ο Πατριάρχης Αττικός τον έκανε διάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο, ενώ το 426 χειροτονήθηκε από τον Πατριάρχη Σισίνιο Μητροπολίτης Κυζίκου. Επειδή διακρινόταν για την παιδεία, την αρετή και την διδακτική του ικανότητα, αγαπήθηκε θερμά απ' όλους τους θαυμαστές του αξέχαστου διδασκάλου του και υποστηριζόταν απ' αυτούς για τον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης.
Για την κηρυκτική του ικανότητα, ο Ρωμαίος αξιωματούχος Βαλουσιανός (προτού βαπτισθεί χριστιανός) δήλωσε ότι· «ἐὰν εἴχομεν εἰς τὴν Ῥώμην τρεῖς ἄνδρας ὡς ὁ κύριος Πρόκλος, δὲν θὰ ὑπῆρχεν ἐκεῖ οὔτε εἳς ἐθνικός».
Παρότι ικανός και μορφωμένος, διακρινόταν για την άμετρη ταπείνωσή του, αφού δεν ενδιαφερόταν τόσο για τη δική του ανάδειξη όσο για το καλό και την ειρήνευση της Εκκλησίας. Τέσσερις φορές υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο, αλλά μόλις την τέταρτη αναδείχθηκε πατριάρχης.
Στον Συναξαριστή αναφέρεται ότι: «Ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Πρόκλος, ήκμαζε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού, εν έτει 408. Mε το να ήτον δε ευλαβής και ενάρετος, εχειροτονήθη επίσκοπος Kυζίκου από τον Άγιον Σισίνιον πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως. Πηγαίνωντας δε εις την Kύζικον, δεν έγινε δεκτός από τους κληρικούς της επαρχίας του, διατί είχον χειροτονήση έτερον, Δαλμάτον ονόματι. Όθεν εγύρισεν οπίσω εις την Kωνσταντινούπολιν μένωντας σχολάζων από επαρχίαν».
Χωρίς να λυπηθεί, επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη, όπου μπορεί να ζούσε ως «σχολάζων», αλλά η προσφορά του ήταν μεγάλη, αφού δίδασκε με ευγλωττία την ορθόδοξη πίστη. Όταν πέθανε ο πατριάρχης Σισίνιος, προτάθηκε για πατριάρχης ο Πρόκλος. Παρότι δεν εξελέγη, συνέχισε να διακονεί την Εκκλησία. Όταν εμφανίστηκε η αίρεση του Νεστορίου, ο ενάρετος και ειρηνικός επίσκοπος υπερασπίστηκε θερμά την ορθή πίστη. Μετά την καταδίκη του Νεστορίου και παρότι είχε δώσει πλείστες όσες πνευματικές μάχες, παραγκωνίζεται για τρίτη φορά και στον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως εκλέγεται ο Μαξιμιανός. Διακόνησε με ταπείνωση και αφοσίωση τον νέο πατριάρχη και μετά τον θάνατό του επελέγη τελικά πατριάρχης το έτος 434.
Η προσήλωση του Πρόκλου στα ουσιώδη της χριστιανικής ζωής και η καρτερία του στην περιφρόνηση και τον παραγκωνισμό συνέβαλαν ώστε να αναδειχθεί σπουδαίος. Συνεχιστής της εκκλησιαστικής παράδοσης του ιερού Χρυσοστόμου και συνεργάτης του ιερού πατρός, εργάσθηκε με επιείκεια και σύνεση για να επαναφέρει στην Εκκλησία τόσο τους αιρετικούς οπαδούς του Νεστορίου όσο και εκείνους που είχαν σκορπίσει εξαιτίας των εξοριών του αγίου Ιωάννου. Ανεξίκακος, πράος και μετριοπαθής βοήθησε σημαντικά στη διαμόρφωση του χριστολογικού δόγματος, ειρήνευσε την Εκκλησία και με τις θαυμάσιες ομιλίες στην Παναγία καθιέρωσε τα προσωνύμια «Θεοτόκος» και «αειπάρθενος».
Η Παναγία από τον άγιο Πρόκλο χαρακτηρίζεται «εργαστήριον ενώσεως των δύο φύσεων» του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού. Όπως ακριβώς η λυχνία δεν είναι η αιτία του φωτός, αλλά όχημά του, έτσι και η Παναγία δεν είναι Θεός, αλλά ναός του Θεού. Ο Άγιος Πρόκλος στηρίζει το «αειπάρθενον» της Παναγίας και τον όρο «Θεοτόκος» στην επίσκεψη του Θεού Λόγου. Η θεία επίσκεψη, που ονομάζεται «ανιστόρητη είσοδος και ανερμήνευτη έξοδος», καθιστά την Παναγία Θεοτόκο.
Εκτός από τις διασαφήσεις στο δόγμα της ενανθρώπησης, ο άγιος εισήγαγε στη λατρεία κατά τη διάρκεια καταστροφικών σεισμών στην Κωνσταντινούπολη τον γνωστό Τρισάγιο Ύμνο: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος ελέησον ημάς». Ακόμη, φρόντισε για την ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, τη μεταφορά τους από τα Κόμανα στη Βασιλεύουσα, στις 27 Ιανουαρίου του 438, αφήνοντας τη φήμη αγίου ανδρός.
Κατά την επάνοδο, αφού συνόδευσε σε πομπή μαζί με τον βασιλέα Θεοδόσιο και τη μακαρία Πουλχερία, εναπόθεσε το λείψανο στην εκκλησία των αγίων Αποστόλων και έτσι ένωσε αυτούς που χωρίστηκαν από την εκκλησία ένεκα της καθαιρέσεως εκείνου.
Στην εποχή του αγίου Πρόκλου έγιναν μεγάλοι σεισμοί στην Κωνσταντινούπολη διαρκώς επί τέσσερις μήνες, φοβήθηκαν λοιπόν οι Βυζάντιοι και κατέφυγαν έξω από την Πόλη στην τοποθεσία Κάμπος, όπου περνούσαν τις ημέρες μαζί με τον επίσκοπο λιτανεύοντας με δεήσεις στο Θεό.
Μία από αυτές τις μέρες και ενώ εσείετο κυματιστά η γη και ο λαός έκραζε ολόψυχα το «Κύριε, ελέησον», γύρω στις εννέα το πρωί συνέβη ξαφνικά και μπροστά στα μάτια όλων να αρπαχθεί από θεία δύναμη στον αέρα ένας νεαρός και να ακούσει θεία φωνή που τον προέτρεπε ν’ αναγγείλει στον επίσκοπο και το λαό να λιτανεύουν και να λένε:
«Άγιος ο Θεός, άγιος Ισχυρός, άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς».
Και να μην προσθέτουν τίποτα άλλο. Ο δε άγιος Πρόκλος δέχτηκε αυτή την απόφαση και επέτρεψε στο λαό να ψάλλει έτσι και σταμάτησε αμέσως ο σεισμός. Η δε μακαρία Πουλχερία και ο αδελφός της Θεοδόσιος, ευαρεστήθηκαν πάρα πολύ με το θαύμα και πρόσταξαν να ψάλλεται σε όλη την οικουμένη ο θεϊκός αυτός ύμνος. Και από τότε παρέλαβαν όλες οι εκκλησίες να τον ψάλουν κάθε μέρα στο Θεό.
Ο Πρόκλος ήταν Οικουμενικός Πατριάρχης από το 434 ως το 446. Πατριάρχευσε δώδεκα χρόνια και τρεις μήνες «καλῶς πολιτευσάμενος» και κοιμήθηκε το 447. Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον έχει ανακηρύξει άγιο και τιμά τη μνήμη του στις 20 Νοεμβρίου. Απότμημα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Κύκκου Κύπρου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου